κατασκοπευτικός

κατασκοπευτικός
-ή, -ό
1. αυτός που κατασκοπεύει («κατασκοπευτικό αεροπλάνο»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκοπεία («κατασκοπευτικό έργο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασκοπεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Ν. Στούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”